top of page
Κατεπείγον
Τηλεγράφημα.
Κατεπείγον
{Γέρασες.
Ζαλίστηκες.
Τα ξέχασες.
Τα θορυβώδη γλέντια,
τα ιδρωμένα πρόσωπα,
τα χάδια,
τα ξενύχτια,
τη μυρωδιά στο δέρμα,
τους αναστεναγμούς,
την κάθε επανάληψη,
την έντονη ανία.}
Οι αναμνήσεις μιας ζωής σιγά σιγά να χάνονται.
Σαν ζωγραφιές που ο ήλιο ξεθωριάζει.
Σαν γρατσουνιές στο δέρμα
που όλο και μαραίνονται,
γερνάνε,
ξεφλουδίζουν.
Τηλεγράφημα.
Κατεπείγον.
Όλα έχουν μπει σε κουτιά.
Ίλιγγος
Μόλις έχω ξυπνήσει. Είναι 2 το πρωί.
Το κρύο είναι πολύ. Εκτόπισε την ευτυχία.
Ακούω έναν θόρυβο.
Είναι πιστολιά;
Ο πόλεμος δεν τελείωσε πριν χρόνια;
Ο κρότος μπαίνει μες στο μυαλό.
Εκτοπίζει την ημικρανία. Θαμπώνει ό,τι βλέπω.
3 το πρωί στην υπεραστική.
Στο πεζοδρόμιο περπατώ.
Είμαι ντυμένος με ρούχα άσπρα.
Πεντακάθαρά.
Καλοσιδερωμένα.
Τα αρβύλα είναι μαύρα. Πυλομένα.
Αγνοώ τις σκέψεις μου.
Φοράω τα άρβυλα.
Πηγαίνω στο Διοικητήριο.
Ο Στρατηγός φωνάζει πίνοντας ζιβανεία.
Η διαταγή του είναι να βρω από που ήρθε ο θόρυβος.
Στο πρώτο παρατηρητήριο ξεκινώ την περιπολία.
Η αλλαγή φρουράς βρίσκεται μπροστά μου.
Οι στρατιώτες παραπονιούνται.
Το δείπνο και απόψε δεν τρωγόταν.
Το επιδόρπιο ήταν μήλα, «Πρώτης Κατηγορίας».
Γεμάτα σκουλήκια.
Η στολή μου χρειάζεται σιδέρωμα.
Αλλά, ρε, κοίτα τα άρβυλά μου, γυαλίζουν.
[Εκείνη τη νύκτα, ένα στρατιώτης αυτοκτόνησε.
Δεν άφησε σημείωμα.
Όλοι προσποιούνταν πως λυπήθηκαν.
Την προηγούμενη οι μάγκες τον κοροϊδεύαν.]
Από την Οδό U στο Courthouse
Ήταν αργά.
Τα clubs είχανε κλείσει.
Τα ταξί στη Βιργινία δεν πήγαιναν.
Τότε δεν είχε Uber.
Έτσι ξεκίνησα να πάω σπίτι με τα πόδια.
Σ’ ένα δρομάκι τα βρήκα μαζεμένα.
Σταμάτησα αμήχανα.
Έτρωγαν μαύρο κρέας.
Έπιναν γάλα και κρασί.
Φορούσαν πουκάμισα ολόασπρα και μπλε γραβάτες.
Γραβάτες δεμένες με κόμπο δεξιοτεχνικό, διπλό.
Έτσι τη φορούσε και ο δάσκαλος
σαν δίδασκε αυτό που έλεγε ότι ήταν Ιστορία.
Με κοίταξαν, με αγνόησαν.
Δυο αρουραίοι καυγάδιζαν για ένα κομμάτι pizza.
Kάτι κάθισε στον ώμο μου.
Μου είπε στο σπίτι να γυρίσω,
και τη συνάντηση αυτή αμέσως να ξεχάσω.
Τι συμβαίνει;
Kάτι με κτυπάει στο στομάχι.
< Ξύπνα ρε αλήτη! >
Φώναξε ο αστυνομικός.
Στο δρομάκι με βρήκε να κοιμάμαι.
{Καλά να πάθεις ηλίθιε}
[Η άγνοια είναι χαρά κι η αποδοχή γαλήνη.
Η γνώση είναι αληθινή μα δύσκολη η αλήθεια.
Σκοτείνιασα την όραση για να σε δω αλήθεια. Δραπέτευσα για να σε βρω πίσω από μια σελίδα.]
Φυγή
Εκεί που εγώ γεννήθηκα,
όλοι ένιωθαν πως είχαν το δικαίωμα
να με βασανίζουν.
Έτσι με βασάνιζαν όπου και να βρισκόμουνα.
Φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι,
γείτονες και συγγενείς, πωλητές και υπάλληλοι,
συμμαθητές και δάσκαλοι, παπάδες και αξιωματικοί.
Όταν μεγάλωσα έφυγα.
Ανάγκασα το δέρμα να ξεφλουδιστεί,
το πρόσωπο να αναπλαστεί,
να γίνει κάτι αποδεκτό.
Από την πολλή προσπάθεια
η γλώσσα εμπερδεύτηκε.
Το παντελόνι έγινε κιμονό και φράκο.
Tα παπούτσια σε μαύρα σάνταλα.
Η ζώνη ένα μπλε ελαστικό.
Το ρολόι από ατσάλι.
Το καπέλο από μαύρο πλαστικό.
Όσο και να άλλαξα,
όσα χρόνια κι αν πέρασαν,
πάντα εγώ ήθελα σπίτι μου να γυρίσω.
Όταν τελικά επέστρεψα,
κανείς δεν με αναγνώρισε.
Mε νόμισαν για ξένο.
Μου μίλησαν εγγλέζικα,
και μεταξύ τους είπαν στα ελληνικά,
Τι άνθρωπος παράξενος, καλύτερα να φύγει.
{Εντάξει, αυτό είναι λυπηρό.
Αλλά φίλε μου, είσαι παράξενος.}
Τίποτα (α)
Πριν καν αρχίσουμε
ξέρω ότι σίγουρα θα φύγεις.
Έτσι, δεν χρειάζεται να γίνουμε ένα κάτι.
Καλύτερα να γίνουμε ένα τίποτα,
Μια ασήμαντη στιγμή της προηγουμένης βραδιάς.
Όμως, όταν με βαρεθείς και φύγεις,
Σε παρακαλώ
κράτησε το τελευταίο φως της μέρας που σε γνώρισα.
Κράτησε,
Σε παρακαλώ
και τα απομεινάρια,
τη σκέψη,
την ψευδαίσθηση,
το σενάριο,
αυτό που έλεγε ότι με χρειαζόσουνα,
νόμιζες ότι νόμιζα πως με χρειαζόσουνα,
σίγουρα με χρειαζόσουν.
Γύμνια
Πέσαμε, ανεβήκαμε,
και πέσαμε ξανά.
Εσύ και εγώ,
αυτός και αυτοί.
Εσύ και αυτοί,
με μένα και με σένα.
Κάναμε μπάνιο.
Καθαρίσαμε τη γύμνια της σκηνής.
Με αλκοόλ.
Τρίψαμε τη βρώμα, τον ιδρώτα,
το ανθρώπινο το άρωμα.
Ξεπλύναμε τη δυσωδία των όσων έγιναν.
Αυτών που άλλαξαν όσα θα έρχονταν μετά.
Τα γυμνά σώματα που ήρθαν ήταν πολλά.
Μόνο λίγα γνωρίζαμε καλά.
Τα περισσότερα ήταν άγνωστα.
Τώρα όλα έχουν εξαφανιστεί.
Όλα έχουν ξεχαστεί.
Και ο χρόνος να περνάει.
Και εμείς να ζούμε μόνοι.
Να υπάρχουμε μέσα σε αδύναμα κορμιά.
Είναι συρρικνωμένα και κωφά.
Να μουδιάζουμε σιγά σιγά.
Να γινόμαστε ανεπιθύμητοι, ηλικιωμένοι,
με ζαρωμένες παλάμες
και εξασθενημένα χέρια.
Τηλεγράφημα.
Κατεπείγων.
«Δεν έχω την οδοντόβουρτσα σου»
Είμαι δειλός
Τα σώματά μας ήταν ακόμα γυμνά όταν είπες
ότι η μελαγχολία και η καταστροφή
πάντα μου επήγαιναν.
Μετά φόρεσες το κόκκινο σου.
Εγώ φόρεσα το μαύρο μου.
Οι ώμοι μας άγγιξαν.
Αντίο
/ Αντίο /
Τα πόδια σου περπάτησαν μπροστά.
Τα δικά μου κατευθύνθηκαν προς τα πίσω.
Οι πλάτες μας συναντήθηκαν ξανά στην έρημο.
Το μαύρο μου ξεθώριασε σε γκρι.
Το κόκκινο σου ξεθώριασε σε ροζ.
Οι ώμοι μας στράφηκαν να μυρίσουν
αν το δέρμα είχε ακόμα αγάπη να δώσει.
Τα χείλη σου στο αυτί μου,
Η μελαγχολία και η καταστροφή πάντα σου πάνε
Τα χέρια σου έβγαλαν τη ζώνη μου.
Τα δάχτυλα μου έβγαλαν το πουκάμισο σου.
Τα δάχτυλα σου βρήκαν τα δάχτυλα μου.
Πιο κάτω, μια αμμοθύελλα περνούσε.
Τρία λευκά άλογα την κυνηγούσαν.
Ένα SUV τα ακολουθούσε.
Ένας δεινόσαυρος ακολουθούσε τα άλογα εισπνέοντας καυσαέρια βενζίνης.
Πίσω από όλους, πλησίαζε η αλήθεια καβάλα σε ένα μαύρο άλογο.
Τα μάτια μας πρόσεξαν τους μηρούς του αλόγου. Έσταζαν αίμα.
Η αλήθεια μάς είδε. Είδε μέσα στο ψέμα μας.
Χωρίς το ψέμα να μας στηρίζει,
δεν έμεινε τίποτα άλλο
παρά να κοιτάξουν τα μάτια μας αλλού.
Τα δευτερόλεπτα έγιναν λεπτά.
Tα λεπτά έγιναν η προγραμματισμένη
μιάμιση ώρα της συνάντησής μας.
Ως τότε, τα λευκά άλογα είχαν πατηθεί από το SUV.
Ο δεινόσαυρος συνέτριψε το SUV.
Ήθελε να βρει τη βενζίνη.
Η βενζίνη σκότωσε τον δεινόσαυρο.
Τα σωθικά του εκράγηκαν.
Η αλήθεια εξέτασε τα συντρίμμια.
Κατάληξε, ότι ήταν πολύ αργά.
Το ψέμα εξαπλώθηκε.
Και καθώς ο άνεμος της ερήμου
κινούταν πάνω στους αμμόλοφους,
τα σώματά μας αντάλλαξαν ρούχα.
Τα πόδια μας περπάτησαν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Οι ώμοι μας ήξεραν
ότι δεν θα συναντηθούν ξανά.
Ό,τι ήταν αγάπη είχε τελικά
εξατμιστεί από την απογοήτευση.
Ό,τι έμεινε ήταν η αλήθεια.
Η αλήθεια ότι πάντα ήμουνα δειλός,
δειλός να σου πω,
Σ' αγαπώ
να σε σφίξω και να σου πω,
Σε παρακαλώ, μείνε μαζί μου.
{Επιτέλους, η αλήθεια!}
Οι λέξεις, κολλάνε
Οι λέξεις, κολλάνε στο δέρμα· το σημαδεύουν.
Σκίζουν την επένδυση του στομάχου· τη λιώνουν.
Πληγώνουν το πρόσωπο· το σημαδεύουν.
Μου έδωσαν ονόματα.
Ονόματα που με έκαναν να πέσω σε κατάθλιψη.
Που με έκαναν να πιστέψω
ότι άξιζα (αξίζω) τη μοναξιά.
Με έκαναν να τρέχω μακριά, να κρύβομαι.
(Συνεχίζω να τρέχω μακριά και να κρύβομαι)
Με έκαναν (κάνουν) να αναζητώ
τυχαίες συναντήσεις.
Συναντήσεις, προσωρινές,
που άδειασαν (αδειάζουν)
το μέσα μου,
ξανά και ξανά,
μέχρι που δεν υπήρχε (υπάρχει)
τίποτα
μέσα μου για να δώσω.
Και τη ζωή μου,
Τη μοναξιάσμενη χωρίς αγάπη ζωή μου,
την έζησα μέσα στο φόβο,
προσπαθώντας να μην
είμαι αυτό που με ονόμασαν.
Τη ζωή μου,
την αφιέρωσα στο να γίνω τέλειος,
ώστε κανείς να μην μπορεί να με κρίνει.
Αλλά απέτυχα (αποτυγχάνω πάντα).
Όλος αυτός ο πόνος—για ποιο λόγο;
Μια Ιστορία
Ένας γέρος έχει μια ιστορία να πει.
Κάποτε ήταν ταύρος.
Η γυναίκα του αναρωτιέται.
Θα ήταν ωραίο να ξεχάσει
όσα την έκαναν να πιστέψει πως χρειαζόταν.
Το εγγόνι τους είναι μαστουρομένο.
Λέει ότι απλά θέλει να υπάρχει.
Απαιτεί να μην τον βαραίνει κανένας σκοπός.
Σκέφτεται γυμνά κορμιά στα όνειρα του.
Αύριο, θα κλείσουν τις πόρτες.
Θα κάψουν στα κρυφά όλα τα συναισθήματα τους.
Θα τα βάλουν σε Κανωπικόυς αμφορείς.
Ακούστηκε πως ο ιερέας το ανακοίνωσε.
Είναι επίσημο.
Ολες οι γήινες απολαύσεις απαγορεύονται.
Είναι η πηγή όλων των κακών.
Αργότερα, θα καθίσουν στη βεράντα ακίνητοι.
Ο απογευματινός ήλιος θα καίει.
Είναι καλοκαίρι εξάλλου.
Δεν υπάρχει λόγος να πασχίζουν για κάτι.
Θα ξαπλώσουν εκεί.
Ξέρουν πως το να χάνεις είναι ένταξη.
Πάνω στο βουνά μια φωτιά καίει το δάσος.
Είναι ένα ελάφι καίγεται.
Πετάγεται στον αέρα.
Αναζητά οξυγόνο να αναπνεύσει.
Να επιζήσει.
Το οξυγόνο,
το ένα πράγμα
που σίγουρα θα κάψει το ελάφι
μέχρι θανάτου.
Μονόπλευρη
Ήρθε η ώρα να με αφήσεις.
Θέλω να συνεχίσεις να με κρατάς.
Ήρθε η ώρα να πούμε αντίο.
Θέλω να μείνεις λίγο παραπάνω.
Ο χρόνος μου τελειώσει.
Θέλω να μείνεις.
Μείνε μαζί μου.
Μείνε λίγο ακόμα.
Πες μου ότι με αγαπάς.
Ακόμα κι αν λες ψέματα.
Κάνε ότι με χρειάζεσαι.
Ακόμα κι αν με περιφρονείς.
Πες μου κάτι ρομαντικό.
Ακόμα κι αν νομίζεις ότι δεν αξίζω τον χρόνο σου.
Ο χρόνος που μπορώ να σε έχω είναι μόνο μία ώρα.
Ο χρόνος που σε χρειάζομαι είναι μια ζωή.
Ο χρόνος που θέλεις να μείνεις
έχει περάσει εδώ και καιρό.
Και έφυγες.
Και εδώ είμαι.
Προσπαθώ να βρω κάποιο νόημα
σ' αυτήν την μονόπλευρη αγάπη.
{Ηλίθιε, φτάνει, ΑΣ ΤΟ ΝΑ ΠΑΕΙ!}
Ε Nαι
Πίνω καφέ.
Σκέφτομαι φωναχτά.
Προβάλλω μια ιδέα.
Τη γράφω.
Μια σταγόνα ιδρώτα στο μέτωπο.
Μια γρατσουνιά στη μύτη.
Ένα σπυράκι στο μάγουλο.
Μια μύγα πάνω στην τούρτα.
Και ένα σωρό ανοησίες.
Αυτό υποτίθεται είναι ποίηση;
{Καλά που το κατάλαβες.}


bottom of page